- προορχούμαι
- -έομαι, Αεξάρχω τού χορού, χορεύω πρώτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὀρχοῦμαι «χορεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προορχηστήρ — ῆρος, ὁ, Α [προορχοῡμαι] ο προεξάρχων τού χορού, ο πρώτος χορευτής … Dictionary of Greek